Αν ένας Τούρκος της Κύπρου μου έλεγε ότι αγαπά την Τουρκία δεν θα τον παρεξηγούσα για την ειλικρινή αγάπη του προς αυτό που θεωρεί μητέρα πατρίδα. Αναμένω το ίδιο από έναν Τούρκο για την δική μου αγάπη προς την μητέρα Ελλάδα. Ένα άλλο ιδεολογικό υποσύνολο και από τις δύο πλευρές δεν τρέφει τέτοια συναισθήματα για αυτό προωθεί αυτό που είναι πλέον γνωστό ως «κυπριωτισμός». Δεν υπάρχει όμως «κυπριακό έθνος». Ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει. Αυτό διαμορφώθηκε από την ιστορία των τελευταίων 3500 χρόνων (δεν είναι δηλαδή προσωπική άποψη), την ελληνική γλώσσα και παραδόσεις που διατηρήθηκαν ακόμη και μετά από 8 αιώνες υποδούλωσης, τους κοινούς αγώνες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και τόσα άλλα που μας ενώνουν. Προτιμούν να επικεντρώνονται σε οτιδήποτε μας χωρίζει, όπως για παράδειγμα κάποιες ατυχέστατες αποφάσεις και ενέργειες στρατιωτικών και πολιτικών της Ελλάδας από την πρόσφατη ιστορία. Επίσης παραποιούν ιστορικά γεγονότα για να εξυπηρετήσουν το αφήγημα που θέλουν.

Κάποιοι λένε πως αυτοί που αγαπούν το έθνος είναι οι ακραίοι που διχάζουν ενώ οι δεύτεροι είναι μετριοπαθείς που αποδέχονται μια μέση λύση που μπορεί να λειτουργήσει για όλους. Δεν είναι την μέση λύση που αποδέχονται αλλά την «όποια λύση» για τους δικούς τους λόγους και συμφέροντα. Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ δικοινοτικό μέχρι που έβαλαν οι Άγγλοι το χέρι τους. Η ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι σήμερα ένα «ενιαίο» κράτος με 5 κοινότητες (προστίθεται πλέον και η ρωσική) όπως τότε που ξεκινούσε ο Απελευθερωτικός Αγώνας. Δεν υπάρχει ζήτημα «ανικανότητας» μας για αρμονική συνύπαρξη με άλλες κοινότητες.

Το «πρόβλημα» αναδύθηκε όταν μπλέχτηκαν τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων οι οποίες ήθελαν πάση θυσία να καθορίσουν το μέλλον ενός λαού για τις δικές τους γεωστρατηγικές βλέψεις. Η Κύπρος είναι από το 1500 π.Χ. ελληνική και πέραν του 80% του σημερινού πληθυσμού της (χωρίς να υπολογίζονται οι έποικοι και οι υπόλοιποι παράνομοι μετανάστες) αποτελείται από Έλληνες που έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης με βάση το διεθνές δίκαιο. Ποτέ και σε καμία χώρα δεν αποφάσισε μια μειονότητα της τάξης του 18% (σήμερα στο 10% με τα νέα δεδομένα) για το μέλλον του συνόλου. Με αυτή την λογική θα έπρεπε οι Κούρδοι της Τουρκίας να αποσχιστούν και να δημιουργήσουν δικό τους κράτος με εδαφική κυριαρχία στο 30% της σημερινής Τουρκίας.

Οι έποικοι και οι παράνομοι μετανάστες που πλέον αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό, τόσο στα κατεχόμενα όσο και στις ελεύθερες περιοχές, δεν έχουν και ούτε θα έπρεπε να έχουν κανένα δικαίωμα στην χώρα μας. Ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου και όταν συνεχίζεται επί δεκαετίες επιφέρει την δημογραφική αλλοίωση μιας γεωγραφικής περιοχής που άλλοτε είχε διαφορετική εθνοτική σύσταση. Η παράνομη μετανάστευση είναι επίσης έγκλημα όταν 1ο αυτοί που μεταναστεύουν δεν προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες, 2ο όταν προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες αλλά έχουν ήδη γίνει δεκτοί σε χώρα που τους παρέχει ασφάλεια (καταφύγιο, διατροφή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) και τρίτο, όταν η χώρα που τους έχει ήδη φιλοξενήσει, τους επαναπροωθεί οργανωμένα και μαζικά προς μια άλλη χώρα (εργαλειοποίηση). Στην προκείμενη περίπτωση, η Τουρκία τους ωθεί προς τις ελεύθερες περιοχές στις οποίες εισέρχονται ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ από την Πράσινη Γραμμή.

Η κοινότητα των Τούρκων η οποία αποτελείται από εξισλαμισθέντες Έλληνες και Οθωμανούς από την εποχή της Τουρκοκρατίας, είχε δύο επιλογές από το 1923 όταν υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάνης: να παραμείνει στην Κύπρο κάτω από τους ισχύοντες όρους αποβάλλοντας την τουρκική ιθαγένεια ή να μεταναστεύσει στην Τουρκία. Αυτά ίσχυαν μέχρι τον Ιούνιο του 1955 όπου η Αγγλία αποφάσισε κατά παράβαση της πιο πάνω συνθήκης να επανεντάξει την Τουρκία (η οποία αναγκαστικά είχε αποποιηθεί κάθε δικαιώματος με την υπογραφή της πιο πάνω συνθήκης) στο κυπριακό ζήτημα με την Τριμερή του Λονδίνου. Αυτό το έκανε για να καλλιεργήσει διχόνοια και να μετατρέψει το αίτημα της Ένωσης σε δικοινοτική διαμάχη, αφού αιφνιδιάστηκε από τον Απελευθερωτικό Αγώνα. Η συμβολή της Τουρκίας θα ήταν ανεκτίμητης αξίας για την διατήρηση του κύρους της αυτοκρατορίας.

Σήμερα το Κυπριακό ζήτημα είναι ζήτημα εισβολής, κατοχής και εποικισμού. Η λέξη «επανένωση» – αντί της απελευθέρωσης – χρησιμοποιείται εσκεμμένα από την κυπριακή ηγεσία για να δημιουργήσει ένα δήθεν θετικό κλίμα διαπραγματεύσεων. Για κακή τους (μας) τύχη όμως η Τουρκία παραμένει διαχρονικά αμετάκλητη και άπληστη. Στην ουσία όμως η λανθασμένη χρήση λέξεων αποτελεί, ανάμεσα σε άλλα, συγκάλυψη ενός τεράστιου εγκλήματος από το ίδιο το θύμα.

Αλέξης Μακρίδης