Όταν γράφεται ένα κείμενο ή δίνεται μία ομιλία είναι καλό να υπάρχει ένας αντικειμενικός σκοπός που να εκφράζει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα με κατευθυντήριες εισηγήσεις για το πως αυτό μπορεί ρεαλιστικά να επιτευχθεί, πέρα από την μετάδοση ενός νοήματος ή μιας ιδέας. Στο παρόν κείμενο δίνεται μία προσωπική άποψη για το πως μπορούν να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, σε μία δυστυχώς διασπασμένη σε όλα τα επίπεδα κοινωνία, και κυρίως, πως μπορεί να συμβάλει σε αυτό η ίδια η πολιτεία με στόχο την καλύτερη και πιο συλλογική αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων που διαφαίνονται στο προσεχές μέλλον.

Κάποιοι επικρίνουν τη νοοτροπία του «έχω άποψη για όλα». Δεν είναι όμως επιθυμητό οι πολίτες του 21ου αιώνα να γνωρίζουν αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και να εκφέρουν σφαιρική άποψη; Βεβαίως και είναι, αφού είναι ταυτόχρονα οι ίδιοι πολίτες που μεταβαίνουν στις κάλπες για να ψηφίσουν εκπροσώπους τους που, θεωρητικά τουλάχιστο, τους εκφράζουν. Εξάλλου όταν σε αντίθετη περίπτωση οι πολίτες δεν ασχολούνται με τα κοινά, προβάλλεται η αρνητική εικόνα ότι οι πολίτες μιας χώρας είναι αναίσθητοι ή και αδαείς. Τα προβλήματα ξεκινούν με αυτούς που θέλουν αλλά δεν έχουν την ικανότητα και την κρίση να έχουν άποψη για όλα, είτε γιατί δεν τους το επιτρέπει ο ιδεολογικός φανατισμός τους, είτε λόγω έλλειψης παιδείας (όχι μόρφωσης), ή και τα δύο.

Η κριτική προς τους  άλλους είναι κάτι που χρειάζεται να γίνεται σωστά και αντικειμενικά. Αυτοί που καθημερινά επικρίνουν διαρκώς αυτά που γράφουν και που λένε οι άλλοι είναι συνήθως αυτοί που αν τους έβαζες να γράψουν δύο προτάσεις επί ενός θέματος, δεν θα ήξεραν από που να ξεκινήσουν. Είναι αυτοί που συνήθως παρασύρονται ευκολότερα από διάφορους δημαγωγούς της πολιτικής, ακριβώς γιατί δεν έχουν την ικανότητα να σχηματίζουν άποψη χωρίς την βοήθεια άλλων. Είναι οι ίδιοι που υποκύπτουν σε αυτά που τους παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι επίσης αυτοί που δεν κρίνουν την ορθότητα μιας άποψης με βάση το περιεχόμενο αλλά στη βάση του ποιος την εκφράζει. Για αυτούς μετρά η κοινωνική θέση και όχι το βάθος.

Πρόβλημα όμως δημιουργούν και όσοι έχουν τις απαιτούμενες ικανότητες να αναπτύσσουν μακροσκελώς τις απόψεις τους αλλά έχουν υπερτιμήσει τους εαυτούς τους και εκφράζονται δημοσίως με ένα πομπώδες και προκλητικό ύφος λες και μόνο αυτοί κατέχουν όλη την αλήθεια. Μάλιστα, όχι απλά δεν ανέχονται καμία κριτική, γίνονται και προσβλητικοί προς τους άλλους τους οποίους συνήθως αντιμετωπίζουν με υπεροψία. Δυστυχώς υπάρχουν και δημοσιογράφοι που τους επιτρέπεται να εκφράζονται με αυτό τον τρόπο ενώ θα έπρεπε από καιρό να αλλάξουν επάγγελμα.

Πως λύνεται λοιπόν το πρόβλημα, τόσο των μεγάλων κριτών, όσο και των αυθαδών γραφιάδων που απαξιώνουν όσους διαφωνούν; Το πρώτο βήμα είναι να κατανοήσουμε ότι κανένας δεν κατέχει όλη την αλήθεια, όσο ακράδαντα και να το πιστεύει. Αυτό μπορεί να επέλθει μέσα από υποδείξεις άλλων, αλλά και κυρίως, μέσα από την αυτοκριτική. Βεβαίως λίγοι είναι αυτοί που κάνουν κριτική στους εαυτούς τους. Βλέποντας αυτά που συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει όλοι να αναβαθμίσουμε και αυτή την ικανότητα. Χρειάζεται επίσης να αντιληφθούμε ότι η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τους πολιτικούς. Η ευθύνη βαραίνει τους πολίτες που επιλέγουν τέτοιους πολιτικούς και που καταφεύγουν σε ποταπές συμπεριφορές μεταξύ τους.

Το επόμενο βήμα είναι να κατανοήσουμε πως όσο ορθή, ή καλύτερα, όσο αντικειμενικά τεκμηριωμένη και να είναι μία θέση, δεν πρόκειται ποτέ να πείσει το 100% των ανθρώπων. Μάλιστα ούτε το 70%. Μακάρι να πείσει τους μισούς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η γνώση, οι εμπειρίες και τα βιώματα μεταξύ των ανθρώπων διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό που δεν επιτρέπουν την πλήρη εναρμόνιση απόψεων. Αυτό φέρνει και το τρίτο σημείο.  

Κάποτε στην αρχαία Αθήνα, μια μεγάλη μερίδα των πολιτών εξέφραζαν την βούληση τους για σημαντικά ζητήματα μέσα από την Εκκλησία του Δήμου. Σήμερα το κοντινότερο παράδειγμα είναι η Ελβετία όπου διεξάγονται δημοψηφίσματα, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε καντονιακό επίπεδο, σε ένα σύστημα στο οποίο ο Καποδίστριας συνέβαλε τα μέγιστα. Τα αποτελέσματα γίνονται σεβαστά από την κυβέρνηση και τίθενται άμεσα σε ισχύ. Αν ένα κράτος δώσει στους πολίτες την πολύτιμη ευχέρεια διεξαγωγής δημοψηφισμάτων θα παρατηρηθεί μεγαλύτερη εναρμόνιση απόψεων μεταξύ των πολιτών. Όταν δίνεται η ευκαιρία στους ανθρώπους να εκφράσουν μία άποψη με πρακτικό αντίκτυπο τότε το πράττουν πιο συνειδητά, αφήνουν πίσω τον εγωισμό και θέτουν ως προτεραιότητα το κοινό καλό. Αυτό απέδειξαν τα δύο δημοψηφίσματα που έγιναν στην Κύπρο.

Αλέξης Μακρίδης